νομοθέτης

νομοθέτης
3550 νομοθέτης
{сущ., 1}
законодатель, т.е. человек, издающий или устанавливающий закон (Иак. 4:12).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "νομοθέτης" в других словарях:

  • νομοθέτης — lawgiver masc nom sg νομοθετέω frame laws imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθέτης — ο, θηλ. νομοθέτις (ΑΜ νομοθέτης, Α θηλ. νομοθέτις, ιδος) αυτός που θεσπίζει και επιβάλλει νόμους, θεσμοθέτης νεοελλ. πρόσωπο που θέτει τους θεμελιώδεις κανόνες μιας επιστήμης, μιας τέχνης κ.λπ. (α. «νομοθέτης τής ποίησης» β. «νομοθέτης τής… …   Dictionary of Greek

  • νομοθέτης — ο 1. αυτός που θέτει, συντάσσει και επιβάλλει νόμους. 2. μτφ., αυτός που βάζει τους βασικούς κανόνες επιστήμης, τέχνης κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νομοθετῇς — νομοθετέω frame laws pres subj act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαρώνδας — Νομοθέτης που συνέταξε τους νόμους της γενέτειράς του Κατάνης της Σικελίας. Οι νόμοι αυτοί εφαρμόστηκαν αργότερα και σε άλλες σικελικές πόλεις. Έζησε τον 6o αι. π.Χ. Πρώτος o X. όρισε να μαθαίνουν γράμματα όλοι οι γιοι των πολιτών, με πληρωμή των …   Dictionary of Greek

  • νομοθέται — νομοθέτης lawgiver masc nom/voc pl νομοθέτᾱͅ , νομοθέτης lawgiver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθετῶν — νομοθέτης lawgiver masc gen pl νομοθετέω frame laws pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθέταιν — νομοθέτης lawgiver masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθέταις — νομοθέτης lawgiver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθέτην — νομοθέτης lawgiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομοθέτου — νομοθέτης lawgiver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»